χαλκότευκτος
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
ον, made of bronze, κλῇθρα E.IT99.
German (Pape)
[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.
Greek Monolingual
και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσότευκτος, χρυσότευκτος].
Greek Monotonic
χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκότευκτος: сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).
Middle Liddell
χαλκό-τευκτος, ον,
made of brass, Eur.