μόνοικος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, epithet of Heracles in Southern Gaul, Str.4.6.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μόνοικος, ὁ)
νεοελλ.
φρ. α) «μόνοικο φυτό»
βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό
β) «μόνοικος μύκητας» — ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και όλα τα είδη μυκήτων που δεν έχουν αναπαραγωγικά όργανα και στα οποία το μυκήλιο μπορεί να είναι τόσο δότης όσο και δέκτης πυρήνων
αρχ.
προσωνυμία του Ηρακλέους στη Νότια Γαλατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + οἶκος.