οἰνομανής

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνομᾰνής Medium diacritics: οἰνομανής Low diacritics: οινομανής Capitals: ΟΙΝΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: oinomanḗs Transliteration B: oinomanēs Transliteration C: oinomanis Beta Code: oi)nomanh/s

English (LSJ)

ές, mad for or after wine, Ath.11.464e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν οἶνον, Ἀθήν. 464Ε.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ οἰνομανής, -ές)
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος
2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μανής (< μαίνομαι)].

German (Pape)

ές, von rasender Liebe zum Wein, weintoll, Ath. XI.464e.