παραλήρησις
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
εως, ἡ, raving, delirium, Hp.Epid.7.5.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, das Albernreden, delirium, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραλήρησις: ἡ, ἀνόητος ὁμιλία, παραλάλημα, ἐλαφρὰ ἢ πρόσκαιρος παραφροσύνη, Ἱππ. 1210G.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραληρώ
ελαφρά ή πρόσκαιρη παραφροσύνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλήρησις -εως, ἡ [παραληρέω] verward gepraat.