τμητοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητοσίδηρος Medium diacritics: τμητοσίδηρος Low diacritics: τμητοσίδηρος Capitals: ΤΜΗΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: tmētosídēros Transliteration B: tmētosidēros Transliteration C: tmitosidiros Beta Code: tmhtosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον, cut down with iron, ὕλη AP14.19.

German (Pape)

[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.

Greek Monotonic

τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τμητο-σῐ́δηρος, ον,
cut down with iron, Anth.