συντέλλω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
= συντελέω, prob. in SIG56.4 (Argos, v B.C.).
Greek Monolingual
Α
πιθ. συντελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τέλλω «εκτελώ, αποπερατώνω»].