κατάσκληρος
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
very hard, Ph.Bel.71.30, Hippiatr. 96.
German (Pape)
[Seite 1379] hart, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκληρος: λίαν σκληρός, μήτε κατ. λίαν μήτε μαλακὸν Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
κατάσκληρος, -ον (AM)
υπερβολικά σκληρός.