δύσλεκτος

From LSJ
Revision as of 18:02, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλεκτος Medium diacritics: δύσλεκτος Low diacritics: δύσλεκτος Capitals: ΔΥΣΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dýslektos Transliteration B: dyslektos Transliteration C: dyslektos Beta Code: du/slektos

English (LSJ)

ον, hard to tell, A.Pers.702 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.

German (Pape)

[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

δύσλεκτος: невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.

Greek Monotonic

δύσλεκτος: -ον, δύσκολος ως προς το λόγο, ανείπωτος, ανεκδιήγητος, Λατ. infandus, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-λεκτος, ον
hard to tell, Lat. infandus, Aesch.