σφίγμα

From LSJ
Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφίγμα Medium diacritics: σφίγμα Low diacritics: σφίγμα Capitals: ΣΦΙΓΜΑ
Transliteration A: sphígma Transliteration B: sphigma Transliteration C: sfigma Beta Code: sfi/gma

English (LSJ)

ατος, τό, jamming in a machine, Hero Aut.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανήἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).

German (Pape)

τό,
1 das Zugeschnürte, Festgebundene.
2 das Schnüren, Drücken, Pressen, Reiben an Maschinen, Math. vett.