νεοποιός
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ὁ, one who ploughs up fallow land, Poll. 1.221.
Greek Monolingual
νεοποιός, ὁ (Α)
αυτός που καλλιεργεί για πρώτη φορά αγροτική έκταση η οποία έχει μείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποιός].