αὐασμός
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
ὁ, drying, dryness, Hp.Hum.4, AB462.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
sequedad, desecamiento Hp.Hum.4, cf. AB 462.
Greek (Liddell-Scott)
αὐασμός: ὁ, ἀποξήρανσις, ξηρασία, ξηρότης, Ἱππ. 47. 43, κτλ.· πρβλ. Α. Β. 462. 15.
Greek Monolingual
αὐασμός, ο (Α)
αποξήρανση.
German (Pape)
ὁ, Trockenheit, Hippocr.