εὐτρεπισμός
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ὁ, preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.
German (Pape)
ὁ, die Zubereitung, Suid.