νυκτώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, contr. for νυκτοειδής, Eust.1951.57.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ νυκτοειδής, Εὐστ. 195. 75.
Greek Monolingual
νυκτώδης, -ῶδες (Μ) νυξ
σκοτεινός σαν τη νύχτα, νυκτοειδής.
German (Pape)
ες, = νυκτοειδής, Eust.