σκολίωμα

From LSJ
Revision as of 18:42, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐωμα Medium diacritics: σκολίωμα Low diacritics: σκολίωμα Capitals: ΣΚΟΛΙΩΜΑ
Transliteration A: skolíōma Transliteration B: skoliōma Transliteration C: skolioma Beta Code: skoli/wma

English (LSJ)

ατος, τό, bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.

German (Pape)

[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
courbure, obliquité.
Étymologie: σκολιόω.

Greek (Liddell-Scott)

σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σκολιῶ
1. κύρτωμα, καμπύλωμα
2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.

Greek Monotonic

σκολίωμα: -ατος, τό (σκολιός), καμπή, κυρτότητα, στράβωμα, σε Στράβ.

Middle Liddell

σκολίωμα, ατος, τό, σκολιός
a bend, curve, Strab.