ἀνακλήρωσις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
εως, ἡ, re-allotment, Sch.Pi.O.7.110.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ distribución Sch.Pi.O.7.110d.
Greek Monolingual
ἀνακλήρωσις (-εως), η (Μ)
η εκ νέου κλήρωση, η εκ νέου διανομή διά κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλήρωσις.