ἐρημοσύνη
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ἡ, solitude, AP9.4 (Cyllen.), 665 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, Einsamkeit, Einöde, Cyllen. 1 u. Agath. 46 (IX, 4. 665).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
solitude.
Étymologie: ἔρημος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρημοσύνη: ἡ одиночество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημοσύνη: ἡ, ἐρημία, Ἀνθ. Π. 9. 4 καὶ 665.
Greek Monolingual
η (Α ἐρημοσύνη) έρημος
ερημιά, μοναξιά.
Greek Monotonic
ἐρημοσύνη: ἡ, απομόνωση, εξορία, ερημία, σε Ανθ.