ξυλοσπόγγιον
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τό, sponge on a stick, Hippiatr.69,100.
German (Pape)
[Seite 281] τό, dim. zum Folgdn, Sp.
Greek Monolingual
ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α)
σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον.