σύσπασις
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
εως, ἡ, contraction, Arist.GA782b28.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, das Zusammenziehen, Zuziehen, Zuflicken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπᾰσις: -εως, ἡ, τὸ συσπᾶν, συστέλλειν, συστολή, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 14.
Russian (Dvoretsky)
σύσπᾰσις: εως ἡ сжатие, сокращение Arst.