φερεσσίπονος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
[ῐ], ον, = φερέπονος, IG14.1015.
German (Pape)
[Seite 1261] poet. statt φερέπονος, Welck. Syllog. epigr. 135, 5.
Greek (Liddell-Scott)
φερεσσίπονος: -ον, = φερέπονος, ον, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1026.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) φερέπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί του φερέπονος, κατά το τελεσσί-φρων].