χαλκοκνήμις

From LSJ
Revision as of 08:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκνήμῑς Medium diacritics: χαλκοκνήμις Low diacritics: χαλκοκνήμις Capitals: ΧΑΛΚΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: chalkoknḗmis Transliteration B: chalkoknēmis Transliteration C: chalkoknimis Beta Code: xalkoknh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, bronze-greaved, Il.7.41.

German (Pape)

[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d'airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋκνήμις, δασυκνήμις)].

Greek Monotonic

χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.