μικρόνησος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἡ, small island, Eust.1619.8.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, die kleine Insel, Eust. 1619, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόνησος: ἡ, μικρὰ νῆσος, Εὐστ. 1619. 8.
Greek Monolingual
η
(Μ μικρόνησος)
μικρό σε έκταση νησί, νησάκι.