Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: συγγονή | Medium diacritics: συγγονή | Low diacritics: συγγονή | Capitals: ΣΥΓΓΟΝΗ |
Transliteration A: syngonḗ | Transliteration B: syngonē | Transliteration C: syggoni | Beta Code: suggonh/ |
ἡ,= σύστασις, Democr.137.
συγγονή: ἡ, = σύστασις, Δημόκρ. παρ’ Ἡσυχ.
ἡ, Α
σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γονή «γόνος, γέννηση, μονάδα» (< γίγνομαι)].
συγγονή -ῆς, ἡ [συγγίγνομαι] (natuurlijke) samenstelling. Democr. B 137.