μυοθηρεύω
From LSJ
English (LSJ)
catch mice, ib.3.
Greek Monolingual
μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].
Full diacritics: μῠοθηρεύω | Medium diacritics: μυοθηρεύω | Low diacritics: μυοθηρεύω | Capitals: ΜΥΟΘΗΡΕΥΩ |
Transliteration A: myothēreúō | Transliteration B: myothēreuō | Transliteration C: myothireyo | Beta Code: muoqhreu/w |
catch mice, ib.3.
μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].