ὀρώδης

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρώδης Medium diacritics: ὀρώδης Low diacritics: ορώδης Capitals: ΟΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orṓdēs Transliteration B: orōdēs Transliteration C: orodis Beta Code: o)rw/dhs

English (LSJ)

ὀρώδες, (ὄρος)
A mountainous, EM208.4.
II (ὀρός) like whey, serous, Thphr. CP 5.9.7, Gal.UP14.13, cf. 6.765 K. [Freq. ὀρρ- in codd.]

German (Pape)

[Seite 390] ες, 1) (ὄρος) bergartig, gebirgig, VLL, – 2) (ὀρός) molkenartig, molkig, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρώδης: -ες, (ὄρος) ὀρεινός, ἀντὶ ὀροειδής, Ἐτυμολ. Μέγ. 208. 4.

Greek Monolingual

(I)
και ορρώδης, -ες (Α ὀρώδης και ὀρρώδης, -ῶδες) ορός
αυτός που μοιάζει με ορό
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που αποτελείται ή παράγει υγρό που μοιάζει με τον ορό του αίματος (α. «ορώδες εξίδρωμα» β. «ορώδης μηνιγγίτιδα»).
(II)
ὀρώδης, -ῶδες (Α) [όρος (II)]
ορεινός, βουνήσιος.