σκανδικώδης

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδῑκώδης Medium diacritics: σκανδικώδης Low diacritics: σκανδικώδης Capitals: ΣΚΑΝΔΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: skandikṓdēs Transliteration B: skandikōdēs Transliteration C: skandikodis Beta Code: skandikw/dhs

English (LSJ)

σκανδικώδες, like, of the nature of wild chervil, Thphr. HP 7.11.1.

German (Pape)

[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκάνδιξ, -ικος]
όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του παραπάνω φυτού.