ἰκτεριώδης

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτεριώδης Medium diacritics: ἰκτεριώδης Low diacritics: ικτεριώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ikteriṓdēs Transliteration B: ikteriōdēs Transliteration C: ikteriodis Beta Code: i)kteriw/dhs

English (LSJ)

ἰκτεριώδες = ἰκτερικός (jaundiced, sick with the jaundice), Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερόεις, ἰκτερόεσσα, ἰκτερόεν, χλόος Nic.Al. 475.

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].

German (Pape)

ες, gelbsüchtig, Hippocr.