οἰκήτωρ

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκήτωρ Medium diacritics: οἰκήτωρ Low diacritics: οικήτωρ Capitals: ΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: oikḗtōr Transliteration B: oikētōr Transliteration C: oikitor Beta Code: oi)kh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A inhabitant, A.Pr. 353, Hdt.2.103, 4.9,34, 7.153, Th.1.2, Antiph.91, etc.; οἰκήτωρ θεοῦ, i.e. dwelling in the temple, E.Andr.1089; Ἅιδου οἰκήτωρ, of one dead, S.Tr. 282, cf. Aj.396 (lyr.), 517.
2 colonist, Th.2.27, 3.92, Plb.3.100.4.

French (Bailly abrégé)

ήτορος (ὁ) :
1 habitant;
2 qui colonise, colon.
Étymologie: οἰκέω.

German (Pape)

ορος, ὁ, = οἰκητήρ, Bewohner; γῆς, ἄντρων, Aesch. Suppl. 930, Prom. 351; χθονός, Soph. O.C. 732; auch ᾍδου πάντες εἴσ' οἰκήτορες, Trach. 282; Aj. 517; λαὸς οἰκήτωρ θεοῦ, Eur. Andr. 1090, öfter; auch Her. 4.34, 7.153; Thuc. 1.2, 26; Xen. Cyr. 3.3.31 und Folgde, wie Pol.

Russian (Dvoretsky)

οἰκήτωρ: ορος ὁ
1 житель, жилец (γῆς, ἄντρων Aesch.; χθονός Soph.);
2 поселенец, колонист Thuc. etc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Ἡρόδ. 2. 103., 4. 9, 34., 7. 153, Αἰσχύλ. Πρ. 351, Θουκ. 1. 2, κτλ.· οἰκ. θεοῦ, δηλ. κατοικῶν ἐν τῷ ναῷ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1089· Ἅιδου οἰκ., ἐπὶ ἀνθρώπου τεθνεῶτος, Σοφ. Τρ. 282, πρβλ. Αἴ. 396, 517. 2) ἄποικος, Θουκ. 2. 27., 3. 92.

Spanish

habitante

Greek Monolingual

οἰκήτωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
1. κάτοικος («χθονός τῆσδ' εὐμενοῦς οἰκήτορας», Σοφ.)
2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.)
3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» — οι νεκροί
β) «οἰκήτωρ θεοῦ» — κάτοικος ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ)].

Greek Monotonic

οἰκήτωρ: -ορος, ὁ (οἰκέω),·
1. κάτοικος, σε Ηρόδ., Αττ.· οἰκητὸς θεοῦ, αυτός που κατοικεί στον ναό, σε Ευρ.· Ἅιδου οἰκ., λέγεται για νεκρούς, σε Σοφ.
2. άποικος, σε Θουκ.

Middle Liddell

οἰκήτωρ, ορος, ὁ, οἰκέω
1. an inhabitant, Hdt., attic; οἰκ. θεοῦ one who dwells in the temple of the god, Eur.; Ἅιδου οἰκ., of one dead, Soph.
2. a colonist, Thuc.

English (Woodhouse)

colonist, inhabitant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

habitante en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... οἵτινές ἐστε χάους, ἐρέβους, ἀβύσσου, βυθοῦ, γαίης οἰκήτορες os invoco a vosotros, los que sois habitantes del caos, del Erebo, del abismo, de lo profundo, de la tierra P IV 1351 P VII 351