τιμωρητήρ
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
τιμωρητῆρος, ὁ, avenger, Hdt.5.80.
German (Pape)
[Seite 1116] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Her. 5, 80.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
défenseur, protecteur.
Étymologie: τιμωρέω.
Russian (Dvoretsky)
τῑμωρητήρ: ῆρος ὁ заступник, защитник или мститель Her.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρητήρ: ῆρος, ὁ ὁ ἐκδικητής, Ἡρόδ. 5. 80.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμητήρ)].
Greek Monotonic
τῑμωρητήρ: -ῆρος, ὁ, εκδικητής, σε Ηρόδ.