μεσότοιχον

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, = μεσότοιχος (party-wall, having a party-wall), Ep. Eph. 2.14, Hsch. s.v. κατῆλιψ.

German (Pape)

[Seite 140] τό, Zwischenwand, N. T.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.

Russian (Dvoretsky)

μεσότοιχον: τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка.

Greek (Liddell-Scott)

μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.

English (Strong)

from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.

English (Thayer)

μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)

Greek Monotonic

μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μεσό-τοιχον, ου, τό, τοῖχος
a partition-wall, NTest.

Chinese

原文音譯:mesÒtoicon 姆所-胎罕
詞類次數:名詞(1)
原文字根:中間的-牆
字義溯源:隔牆,中間⋯的牆;由(μέσος)=中間)與(τοῖχος)=牆)組成;其中 (μέσος)出自(μετά)*=同),而 (τοῖχος)出自(τεῖχος)=城牆), (τεῖχος)又出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 中間⋯牆(1) 弗2:14