πέρδικα
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
Greek Monolingual
η / πέρδιξ και κρητ. τ. πήριξ, -ικος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ
ονομασία πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποδίδεται σήμερα σε δύο γένη μεγαλύτερων από τα ορτύκια πουλιών, με ογκώδες σώμα, κοντή ουρά, δυνατό ράμφος και ισχυρά πόδια
νεοελλ.
1. μτφ. όμορφη γυναίκα με ζωηρά μάτια και προτεταμένο στήθος η οποία περπατάει χαριτωμένα και καμαρωτά
νεοελλ.-μσν.
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέρδ-ιξ, -ικος ανάγεται στο θ. περδ- του πέρδομαι «κλάνω» με επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. βέμβιξ), πιθ. λόγω του θορύβου που προκαλεί το πουλί όταν πετάει. Τον τ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. perdix)].