ἔκπεψις
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-εως, ἡ, cooking, baking, BGU1.17 (iii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I bot., medic.
1 maduración c. gen. ἔ. αὐτῶν (φύλλων) Arist.Col.796a32, ἄλλοις (δένδροις) ὧν βραδεῖά τε ἡ ἔ. Thphr.CP 1.11.8.
2 medic. digestión τῶν διαφθαρέντων (σιτίων) Paul.Aeg.3.39.3.
II cocimiento, cocción ἄρτου PHels.30.8 (II a.C.), cf. PLouvre 4.43, BGU 149.6 (ambos II d.C.).
German (Pape)
[Seite 772] ἡ, das Auskochen; von Pflanzen: das Reisen, Arist. color. 5, 23.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπεψις: εως ἡ созревание: ταχεῖαν ἔκπεψιν ἔχειν Arst. быстро достигать зрелости.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπεψις: -εως, ἡ, ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἐντελῶς ὡριμάζειν, Ἀριστ. π. Χρωμάτ. 5. 23.
Greek Monolingual
ἔκπεψις, η (Α)
1. τέλεια ωρίμανση
2. ψήσιμο.
Translations
ripening
Chinese Mandarin: 成熟; Czech: zrání; Finnish: kypsyminen; French: maturité; German: Reifung; Greek: ωρίμαση, ωρίμανση; Ancient Greek: ἔκπεψις, ἄδρησις, ἅδρυνσις, παλαίωσις, πέπανσις, πεπασμός, πέψις; Irish: aibeachan, fionnadh; Japanese: 熟成; Polish: dojrzewanie; Russian: созревание; Telugu: పండించుట; Ukrainian: дозрівання, визрівання, достигання