πορθμείο
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
το / πορθμεῖον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ πορθμός
1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ' όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα
2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μεταγωγικό, εμπορικό πλοίο, επιβατών και οχημάτων, αλλ. οχηματαγωγό
2. στον πληθ. τα πορθμεία
τα ναύλα της διαπόρθμευσης
αρχ.
1. τα ναύλα της διαπόρθμευσης, η αμοιβή του λεμβούχου για τη μεταφορά στην απέναντι όχθη ή ακτή
2. νόμισμα το οποίο έφερε ο νεκρός στο στόμα ως αμοιβή του Χάρωνος για τη διαπόρθμευση από την Αχερουσία Λίμνη («ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα», Λουκιαν.).