χρεοκοπέω

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

German (Pape)

[Seite 1371] χρεοκοπία, χρεοκοπίδης, χρεοκόπος, schlechtere Formen für χρεωκοπέω, χρεωκοπία, χρεωκοπίδης, χρεωκόπος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire banqueroute ; tromper, duper.
Étymologie: χρέος, κόπτω.