χρεοκοπέω
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
German (Pape)
[Seite 1371] χρεοκοπία, χρεοκοπίδης, χρεοκόπος, schlechtere Formen für χρεωκοπέω, χρεωκοπία, χρεωκοπίδης, χρεωκόπος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire banqueroute ; tromper, duper.
Étymologie: χρέος, κόπτω.