χρεωκοπέω

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεωκοπέω Medium diacritics: χρεωκοπέω Low diacritics: χρεωκοπέω Capitals: ΧΡΕΩΚΟΠΕΩ
Transliteration A: chreōkopéō Transliteration B: chreōkopeō Transliteration C: chreokopeo Beta Code: xrewkope/w

English (LSJ)

cut down a debt, defraud one's creditors, Plu.2.829c, Str.8.3.29, Ph.1.345: metaph., πολλῶν θανάτων ὀφειλήματα D.S.38/9.8 χ. τὸν λόγον Plu.2.764a; withhold fraudulently, μέρος ἥμισυ ib. 968d; minimize, τι τῆς διδασκαλίας S.E.M.6.6; cut down, Vett.Val.137.13, al.:—Pass., to be cheated or be defrauded, Plu.2.829c, Phalar.Ep.81.2; to be disappointed, Herm. ap. Stob.1.49.44. (It is uncertain whether χρεοκοπέω or χρεωκοπέω should be read: v. χρεοκοπέω.)

German (Pape)

[Seite 1371] att. = χρεοκοπέω, a) die Schulden abhauen, abschneiden, d. i. sie vermindern od. ganz aufheben, sie unbezahlt lassen. – b) übertr., betrügerisch verkürzen, entziehen, Plut. de aer. al. vit. 5, oft. – Pass. betrogen werden, Plut. a. a. O., Phalar. ep. 65.

Greek (Liddell-Scott)

χρεωκοπέω: κόπτω τὰ χρέη, διαγράφω αὐτὰ χωρὶς νὰ τὰ πληρώνω, Λατ. novas tabulas facere, Πλούτ. 2. 829C· ― μεταφορ., χρ. τὸν λόγον αὐτόθι 764Α· χρ. μέρος ἥμισυ αὐτόθι 968D. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, κλέπτομαι, αὐτόθι 829C. (Εἶναι ἀμφισβητούμενον ἂν ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι χρεοκ- ἢ χρεωκ-· ἴδε χρεοκ-.)

Russian (Dvoretsky)

χρεωκοπέω:
1 обманным образом убавлять или снимать задолженность (ἐν τῷ δανείζειν χ. Plut.): ὃ οὗ γράφει λαμβάνων ἔλαττον χρεωκοπεῖται Plut. тот, кто получает меньше, чем значится в долговой расписке, является жертвой обмана со стороны должника;
2 перен. обманывать, тайно присваивать себе (τι Plut.).

Greek Monolingual

χρεωκοπώ και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, χρεοκοπέω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, χρεωκοπέομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.