ὀνείρωξις
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dreaming, hallucination, Pl.Ti.52b, Ph.1.698.
II effusion in sleep, Sor.[2.46], Porph.Abst.4.20, Orib.Syn. 9.38.
German (Pape)
[Seite 346] ἡ, das Träumen, Plat. Tim. 52 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείρωξις: ἡ, ὄνειρον, τὸ ὀνειρεύεσθαι, Πλάτ. Τίμ. 52Β. ― ὀνειροξία παρὰ Ζωναρᾶ 1453.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείρωξις: εως ἡ сонные грезы, сновидение Plat.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.