Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Menander, Monostichoi, 322Spanish > Greek
ἀγγρία, ἀδικία, ἀδίκιον, ἀλυσιτέλεια, ἀποτριβή, ἀτηρία, βλάβα, τὸ βλαβερόν, βλάβη, βλάβος, βλάμμα, βλάψις, δήλησις, ἐλάσσωσις, ἐλάττωσις, ζαμία, ζημία, ζημίωμα, κακία, κάκωσις, λύμη, τραῦμα, ὕβρις, φθορά, φθορή