τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Afrikaans: spraakloosheid; Esperanto: senparoleco, muteco; German: Sprachlosigkeit, Stummheit; Ancient Greek: ἀλογία, ἀλογίη, ἀμφασίη, ἀναυδία, ἀναυδίη, ἀφασία, ἀφθογγία, ἀφωνία, ἀφωνίη