ἀμφασίη

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφᾰσίη Medium diacritics: ἀμφασίη Low diacritics: αμφασίη Capitals: ΑΜΦΑΣΙΗ
Transliteration A: amphasíē Transliteration B: amphasiē Transliteration C: amfasii Beta Code: a)mfasi/h

English (LSJ)

ἡ, Ep. for ἀφασία, speechlessness caused by fear, amazement, or rage, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Il.17.695, Od.4.704, cf. A.R.3.284, Bion Fr.13.1.

Spanish (DGE)

(ἀμφᾰσίη) -ης, ἡ
mudez ἐπέων Il.17.695, Od.4.704, cf. Eumel.9.1K., A.R.3.284, Bio 1.

German (Pape)

[Seite 133] ἡ, für ἀφασίη, Sprachlosigkeit, Verstummen, Hom. zweimal, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Iliad. 17, 695 Od. 4, 704, pleonastisch, wie αἰπόλος αἰγῶν u. dgl.; – sp. D. allein, wie P. Sil. 7 (V, 255).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
impuissance à parler, stupeur.
Étymologie: ἀν nég., φημί.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφᾰσίη:онемение Anth.: ἀ. ἐπέων Hom. потеря речи (от ужаса).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰσίη: ἡ, Ἐπ. ἀντὶ ἀφασία (πρβλ. ἀμπλακέω), ἀναυδία, ἀφωνία, ὅταν ὑπὸ φόβου ἢ καταπλήξεως ἢ ὀργῆς δὲν δύναται νὰ λαλήσῃ τις, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Ἰλ. Ρ. 695, Ὀδ. Δ. 704.

English (Autenrieth)

(φάναι): speechlessness, w. obj. gen. ἐπέων, Ρ, Od. 4.704.

Greek Monolingual

ἀμφασίη, η (Α)
επικός τύπος αντί του αφασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ-, όπου το -μ- θεωρείται ως μετρική παρέκταση του - + -φασίη (-ία) < -φατος < φατὸς < θ. φᾰ- του φημί.

Greek Monotonic

ἀμφᾰσίη: ἡ, Επικ. αντί ἀ-φασία, αφωνία, αλαλιά, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (ἐπέων) speechlessness (Ρ 695 = δ 704)
Origin: OK
Etymology: Equivalent of ἀφασίη (E.) from ἄφατος (φημί), with ἀμ- indicating length, Chantraine Gr. hom. 99. Perhaps after ἀμβροσίη.

Middle Liddell

[epic for ἀφασία,]
speechlessness, Hom.

Frisk Etymology German

ἀμφασίη: (ἐπέων)
{amphasíē}
Meaning: Sprachlosigkeit (Ρ 695 = δ 704, A. R., Bion)
Etymology: = ἀφασίη von ἄφατος (φημί), mit ἀμ- aus ἀν-, antevokal. Form für ἀ-, wohl nur aus metrischer Bequemlichkeit. Andere Erklärungen bei Bq.
Page 1,98

Translations