ἀμφασίη
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ἡ, Ep. for ἀφασία, speechlessness caused by fear, amazement, or rage, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Il.17.695, Od.4.704, cf. A.R.3.284, Bion Fr.13.1.
Spanish (DGE)
(ἀμφᾰσίη) -ης, ἡ
mudez ἐπέων Il.17.695, Od.4.704, cf. Eumel.9.1K., A.R.3.284, Bio 1.
German (Pape)
[Seite 133] ἡ, für ἀφασίη, Sprachlosigkeit, Verstummen, Hom. zweimal, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Iliad. 17, 695 Od. 4, 704, pleonastisch, wie αἰπόλος αἰγῶν u. dgl.; – sp. D. allein, wie P. Sil. 7 (V, 255).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
impuissance à parler, stupeur.
Étymologie: ἀν nég., φημί.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφᾰσίη: ἡ онемение Anth.: ἀ. ἐπέων Hom. потеря речи (от ужаса).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφᾰσίη: ἡ, Ἐπ. ἀντὶ ἀφασία (πρβλ. ἀμπλακέω), ἀναυδία, ἀφωνία, ὅταν ὑπὸ φόβου ἢ καταπλήξεως ἢ ὀργῆς δὲν δύναται νὰ λαλήσῃ τις, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Ἰλ. Ρ. 695, Ὀδ. Δ. 704.
English (Autenrieth)
(φάναι): speechlessness, w. obj. gen. ἐπέων, Ρ, Od. 4.704.
Greek Monolingual
ἀμφασίη, η (Α)
επικός τύπος αντί του αφασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ-, όπου το -μ- θεωρείται ως μετρική παρέκταση του ἀ- + -φασίη (-ία) < -φατος < φατὸς < θ. φᾰ- του φημί.
Greek Monotonic
ἀμφᾰσίη: ἡ, Επικ. αντί ἀ-φασία, αφωνία, αλαλιά, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (ἐπέων) speechlessness (Ρ 695 = δ 704)
Origin: OK
Etymology: Equivalent of ἀφασίη (E.) from ἄφατος (φημί), with ἀμ- indicating length, Chantraine Gr. hom. 99. Perhaps after ἀμβροσίη.
Middle Liddell
[epic for ἀφασία,]
speechlessness, Hom.
Frisk Etymology German
ἀμφασίη: (ἐπέων)
{amphasíē}
Meaning: Sprachlosigkeit (Ρ 695 = δ 704, A. R., Bion)
Etymology: = ἀφασίη von ἄφατος (φημί), mit ἀμ- aus ἀν-, antevokal. Form für ἀ-, wohl nur aus metrischer Bequemlichkeit. Andere Erklärungen bei Bq.
Page 1,98