ἀφθογγία

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθογγία Medium diacritics: ἀφθογγία Low diacritics: αφθογγία Capitals: ΑΦΘΟΓΓΙΑ
Transliteration A: aphthongía Transliteration B: aphthongia Transliteration C: afthoggia Beta Code: a)fqoggi/a

English (LSJ)

ἡ, speechlessness, λίθου Callistr.Stat.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ mudez, incapacidad de hablar τοῦ λίθου Callistr.9.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀφθογγία)
νεοελλ.
αδυναμία παραγωγής φθόγγων και συνεπώς παρεμπόδιση της ομιλίας λόγω σπασμού των μυών της γλώσσας και του φάρυγγα κάθε φορά που θέλει να μιλήσει ο ασθενής
αρχ.
το να είναι κάποιος άφωνοςἀφθογγία λίθου»).

Translations