κερμοδότης

Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek (Liddell-Scott)

κερμοδότης: -ου, ὁ, = κερματιστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 14.

Greek Monolingual

κερμοδότης, ὁ (Α)
αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής, αργυραμοιβός, σαράφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + -δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. της ονομαστικής, αντί κερματο-δότης (πρβλ. ζωοδότης, χρηματοδότης)].

German (Pape)

ὁ, = κερματιστής, Nonn. Io. 2.75.