επικουφίζω
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
ἐπικουφίζω (AM) κουφίζω
μσν.
μέσ. επικουφίζομαι
ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη
αρχ.
1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν», Ηρόδ.)
2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ ἐπικούφιζε», Σοφ.)
3. κάνω κάτι ελαφρότερο, μετριάζω, ανακουφίζω (α. «ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι», Ξεν.
β. «δεῖ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον σθένω μόχθου ‘πικουφίζουσαν ὡς ῥᾷον φέρῃς, συνεκκομίζειν σοι πόνους», Ευρ.)
4. (με δοτ. οργαν.) εμπνέω θάρρος, δύναμη («τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων», Ξεν.)
5. κάνω κάτι κούφο, ελαφρύνω κάτι, το κάνω ελαφρό, και μτφ. ανόητο
6. μέσ. ἀνακουφίζομαι (με αιτ. του αντικ. και δοτ. του μέσου) κάνω πιο ελαφρό («ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῑς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι», ΠΔ)
7. φρ. «ἐπικουφίζω γῆν» — κάνω τη γη ελαφρότερη, τήν αραιώνω με το σκάλισμα, σκάβω.