εγκρίνω

From LSJ
Revision as of 19:53, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῦ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.