επικουρώ

From LSJ
Revision as of 14:28, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπικουρῶ, -έω) επίκουρος
βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.)
μσν.
υπερασπίζω
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῖς», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος σε κάποιον
3. προφυλάσσω κάποιον από κάτι («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», Ξεν.)
4. προμηθεύω
5. (με δοτ. πράγμ.) ανακουφίζω από κάτι («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», Ξεν.)
6. φροντίζω για κάτι, αντιμετωπίζω επιτυχώς («οὐδέ γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)
7. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης.