χρυσίο

From LSJ
Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α χρυσός (Ι)]
1. χρυσά νομίσματα
2. (κατ' επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος
αρχ.
1. κομμάτι χρυσού
2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.)
3. χρυσή κλωστή
4. προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα τώρα, χρυσό μου, Αριστοφ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῑον».