ὀξύπρῳρος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ὀξύπρῳρον, sharp-prowed: sharp-pointed, αἰχμαί A.Pr.423 (lyr.); ῥάχις Opp. H.3.333: to be written with iota, Achae. ap. Lex.Mess.p.408.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'avance ou se termine en pointe, aigu.
Étymologie: ὀξύς, πρῷρα.
German (Pape)
mit spitzem Vorderteile, vorn gespitzt; αἰχμαί, Aesch. Prom. 421; ῥάχις, Opp. H. 3.333; Hesych. erklärt ὀξυκέρατος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύπρῳρος: заостренный впереди, остроконечный (αἰχμαί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν πρῷραν, δηλ. εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἄκραν, αἰχμαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 424· ῥάχις Ὁππ. Ἁλ. 3. 333.
Greek Monotonic
ὀξύπρῳρος: -ον (πρῴρα), αιχμηρός στην απόληξή του, σε Αισχύλ.