φιλάρετος

From LSJ
Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάρετος Medium diacritics: φιλάρετος Low diacritics: φιλάρετος Capitals: ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ
Transliteration A: philáretos Transliteration B: philaretos Transliteration C: filaretos Beta Code: fila/retos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, lover of virtue, Arist.EN1099a11; θεός Ph.1.19; generally, virtuous, Alex.Trall.8.2.

German (Pape)

[Seite 1275] der die Tugend liebt, Freund der Tugend, Arist. Nicom. 1, 8,10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la vertu, vertueux.
Étymologie: φίλος, ἀρετή.

Russian (Dvoretsky)

φιλάρετος: любящий добродетель Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρετος: [ᾰ], -ον, ὁ τὴν ἀρετὴν φιλῶν, φίλος τῆς ἀρετῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 10.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την αρετή («τὸν Θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον», Φίλ.).
επίρρ...
φιλαρέτως Μ
κατά τρόπο φιλάρετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -άρετος (< ἀρετή), πρβλ. ἐνάρετος, πανάρετος].

Greek Monotonic

φῐλάρετος: [ᾰ], -ον (ἀρετή), αυτός που αγαπά την αρετή, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰ́ρετος, ον, ἀρετή
fond of virtue, Arist.