ιδρώνω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
(ΑΜ ἱδρῶ, -όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) ιδρώς
εκκρίνω ιδρώτα
νεοελλ.
1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του»)
2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος»)
3. κάνω κάποιον να ιδρώσει
4. προξενώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια
5. φρ. «δεν ιδρώνει τ' αφτί του» — δεν επηρεάζεται, δεν πείθεται
(νεοελλ.-μσν.) φρ.
1. «ιδρώνω μόσκο» — μοσχοβολώ
2. «ιδρώνω αίμα» — στάζω αίμα
3. «ιδρώνω το αίμα» — φοβίζω κάποιον.