μονοείδεια
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ,
A uniformity, S.E.M.1.117.
II singularity, ib. 226.
German (Pape)
[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.
Russian (Dvoretsky)
μονοείδεια: ἡ
1 единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);
2 своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.
Greek Monolingual
μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.
Translations
uniformity
Bulgarian: еднородност, еднообразие; Catalan: uniformitat; Danish: ensartethed; Esperanto: unuformeco; Finnish: yhtenäisyys, yhdenmukaisuus; French: uniformité; German: Einheitlichkeit, Uniformität; Greek: ομοιομορφία; Ancient Greek: διομαλισμός, μονοείδεια, μονοτονία, ὁμαλισμός, ὁμαλότης, ὁμοιοσχημοσύνη, τὸ ἀμετάστατον, τὸ μονοειδές, μονοειδές; Hungarian: egyformaság, egységesség, egyneműség; Indonesian: keseragaman; Irish: comhionannas, ionannas; Italian: uniformità; Japanese: 統一性, 画一性; Manx: colaikys; Ottoman Turkish: استوا; Portuguese: uniformidade; Russian: однородность, единообразие; Serbo-Croatian: unifórmnōst, jednòličnōst, jednoòbraznōst; Spanish: uniformidad; Tagalog: kasanyusan