ὁμοιοσχημοσύνη
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ἡ, uniformity, Id.SE168a25.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, Ähnlichkeit der Gestalt, der Haltung, Arist. elench. soph. 6, 2.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοσχημοσύνη: ἡ сходство по виду или по форме Arst.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοσχημοσύνη: ἡ, ὁμοιότης σχήματος ἢ μορφῆς, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 6. 2.
Greek Monolingual
ὁμοιοσχημοσύνη, ἡ (ΑΜ) ομοιοσχήμων
η ομοιότητα ως προς το σχήμα, τη μορφή ή τη θέση.
Translations
uniformity
Bulgarian: еднородност, еднообразие; Catalan: uniformitat; Danish: ensartethed; Esperanto: unuformeco; Finnish: yhtenäisyys, yhdenmukaisuus; French: uniformité; German: Einheitlichkeit, Uniformität; Greek: ομοιομορφία; Ancient Greek: διομαλισμός, μονοείδεια, μονοτονία, ὁμαλισμός, ὁμαλότης, ὁμοιοσχημοσύνη, τὸ ἀμετάστατον, τὸ μονοειδές, μονοειδές; Hungarian: egyformaság, egységesség, egyneműség; Indonesian: keseragaman; Irish: comhionannas, ionannas; Italian: uniformità; Japanese: 統一性, 画一性; Manx: colaikys; Ottoman Turkish: استوا; Portuguese: uniformidade; Russian: однородность, единообразие; Serbo-Croatian: unifórmnōst, jednòličnōst, jednoòbraznōst; Spanish: uniformidad; Tagalog: kasanyusan