παρωτίτιδα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η
λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια εντόπιση την παρωτίδα αλλά και, σπανιότερα, το πάγκρεας, τις μήνιγγες, τους όρχεις, το ακουστικό ή το οπτικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parotitis < παρωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα].